Διαδικασία Παραδοσιακού  Αλωνίσματος

Η διαδικασία του αλωνίσματος είναι μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, η οποία πρέπει να αναδεικνύεται και να δείχνεται στους νεότερους ο τρόπος που οι προπάτορές μας έβγαζαν το ψωμί τους.
Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η παραδοσιακή γεωργία ολοκληρώνεται μετά από τρία στάδια και αυτά αφορούν τη σπορά, το θερισμό και το αλώνισμα των δημητριακών προϊόντων. Το αλώνισμα είναι το τρίτο στάδιο. Τα δύο πρώτα στάδια ολοκληρώνονται τον Νοέμβριο και τον Ιούνιο, αντίστοιχα

ΣΧΕΤΙΚΆ ΜΕ ΤΟ ΑΛΩΝΙΣΜΑ (ΓΕΝΙΚΑ).

(Α). Προετοιμασίες για το αλώνισμα.

Καθαρισμός και επισκευή των αλωνιών.

Όταν τελείωνε ο θερισμός, στις αρχές του Ιουλίου, προτεραιότητα έπαιρνε η εργασία επισκευής και καθαρισμού των αλωνιών.
Τα αλώνια βρισκόντουσαν έξω από το χωριό, σε υψώματα, όπου φυσούσαν άνεμοι. Ήταν κυκλικά και δυο ειδών. Τα στρωμένα με πέτρα ή πέτρινα (πετράλωνα) και τα χωμάτινα. Και τα δυο τα επισκεύαζαν, αν χρειαζόταν, και τα  καθάριζαν από τα χόρτα και τη σκόνη. Στη μέση του αλωνιού, υπήρχε πρωτοποθετημένος ένας κάθετος ξύλινος στύλος, ύψους περίπου δυο μέτρων, με διχάλα στο πάνω μέρος, επονομαζόμενος «το στοιχερό».
Στο πάνω μέρος του στοιχερού στη διχάλα, δενόταν ένα σχοινί (τριχιά), που έπεφτε στο κάτω μέρος, λίγο πιο πάνω από την επιφάνεια του αλωνιού και σχημάτιζε μεγάλη θηλιά. Στη θηλιά δενόταν άλλο σχοινί που στο άλλο άκρο του δένονταν τα μουλάρια ή το μουλάρι που θα αλώνιζαν το σιτάρι. Τα μουλάρια (ή τα άλλα ζώα) γύριζαν γύρω-γύρω στο αλώνι τρέχοντας ή περπατώντας, μια δεξιόστροφα και μια αριστερόστροφα, τυλίγοντας έτσι και ξετυλίγοντας το σχοινί πάνω στο στοιχερό. Έτσι τα ζώα, μια προσέγγιζαν και μια απομακρύνονταν από το κέντρο του
αλωνιού, περνώντας και πατώντας πάνω από όλο το χώρο όπου ήταν διασκορπισμένα τα δεμάτια μέσα στο αλώνι, φέρνοντας το ποθητό αποτέλεσμα που ήταν να  βγει ο σπόρος από τα στάχια.
Τα αλώνια έπρεπε να βρίσκονται ψηλά, πάνω σε λοφίσκους ή έστω σε ανοικτά μέρη, όπου φυσούσε αέρας και μπορούσε να γίνει το λίχνισμα του σταριού. Για το λόγο αυτό, αλώνια δεν είχαν όλοι. Όσοι δεν είχαν χρησιμοποιούσαν αλώνι αυτού που είχε, αφού προηγουμένως γινόταν η σχετική συνεννόηση για τον καθορισμό της σειράς αλωνίσματος.

(Β). Εργαλεία αλωνίσματος.

(1). Η βίτσα. Ήταν ένα ξύλινο ραβδί που στην άκρη του ήταν προσαρμοσμένο ένα λουρί (ψιλός ιμάντας), με τον οποίο, αυτός που γύριζε τα μουλάρια, τα χτυπούσε, για να τρέχουν και επισπεύδουν το τρίψιμο του σιταριού.
(2). Το δεκριάνι. Ήταν μακρύ ξύλο που στην άκρη του κατέληγε σε τρεις ή τέσσερις άκρες. Το χρησιμοποιούσαν στο αλώνι για να γυρίζουν το σπασμένο σιτάρι (καλαμιά και στάχυ), όσο και για το λίχνισμα μετά το αλώνισμα.
Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν και σιδερένιο δεκριάνι. Αυτό το σιδερένιο δεκριάνι, το στερέωναν πάνω σε ένα κοντάρι από ξύλο που ήταν  καψαλισμένο στη φωτιά.
(3). Τα φτυάρια. Ήταν ξύλινα και χρησιμοποιούντο για το λίχνισμα του σιταριού (καθώς και για το λίχνισμα των ελιών).
(4). Κουβάδες ή μπικιόνια ή ντενεκέδες. Τα χρησιμοποιούσαν για το λίχνισμα.
(5). Κόσκινο ή αρίλογος (ηρολόγος). Τον χρησιμοποιούσαν για να καθαρίζουν το σιτάρι από τα ψιλά άχυρα και τα άγανα και γενικότερα για να κοσκινίζουν το σιτάρι.
(6). Τα «χαράργια» ή χαράρια. Τα χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν το άχυρο από τα αλώνια στο μέρος όπου θα το αποθήκευαν για να το τρώνε τα ζώα, κυρίως το χειμώνα, όταν δεν έβγαιναν έξω.
Τα χαράρια ήταν ξύλινα ραβδιά, μήκους περίπου 1,20 με 1,30 μέτρα, που δένονταν στις άκρες τους και στη μέση τους με σχοινιά, σε απόσταση περίπου 15 εκατοστά το ένα με το άλλο.
(7). Οι λαιμαργιές. Γινόντουσαν από χοντρό σχοινί (τριχιά). Προσαρμοζόντουσαν στο λαιμό του ζώου (μουλαριού ή αλόγου). Ήταν πάντα διπλές για να αντέχουν στο συνεχές τέντωμα κατά τη διάρκεια του αλωνίσματος, αλλά και για να μην πληγώνουν το λαιμό των ζώων. Ο αριθμός των θηλειών τους, ήταν ανάλογος του αριθμού των ζώων που χρησιμοποιούντο κατά το αλώνισμα. Δεξιά και αριστερά τους γινόντουσαν μικρότερες θηλιές (θηλίτσες) που συνδεόντουσαν με το σχοινί (τριχιά) που ήταν δεμένο στο στοιχερό. Η σύνδεση δενόταν με μεγάλο κόμπο ή με ένα
κομμάτι ξύλο.
(8). Οι σαρωματίνες. Ήταν κατασκευασμένες από αφάνες που τις έδεναν στην άκρη κονταριού, αφού προηγουμένως τις είχαν αφήσει πατημένες με κάποιο βάρος, για κάποιο χρονικό διάστημα, προκειμένου να πάρουν το σχήμα της σκούπας. Τις χρησιμοποιούσαν για να σαρώνουν το αλώνι και να μαζεύουν το σιτάρι. Σαρωματίνες, γενικότερα για καθαρισμό, χρησιμοποιούντο και άλλες που ήταν φτιαγμένες από κλάρες σπάρτων δεμένες σφιχτά μαζί.

(Γ). Τρόποι αλωνίσματος.

Με τα μουλάρια ή άλογα (πολλά ή ένα) και σε κάποιες περιπτώσεις και με βόδια, ακόμη και με γαϊδούρια. Όποτε και όπου γινόταν αλώνισμα με γαϊδούρια ή βόδια, γινόταν το ίδιο όπως και με τα μουλάρια, αλλά σε πολύ βραδύτερο ρυθμό και με λιγότερο αριθμό δεματιών. Ο αριθμός των μουλαριών που χρησιμοποιούσαν για το αλώνισμα ήταν ανάλογος του αριθμού των δεματιών που θα αλωνιζόντουσαν. Συνήθως το αλώνισμα γινόταν με δυο μουλάρια, σε κάποιες όμως περιπτώσεις, με πολλά δεμάτια, είχαν χρησιμοποιηθεί και τέσσερα μουλάρια.
Μεγάλο ρόλο στο σπάσιμο των σταχιών και στο τρίψιμο της καλαμιάς έπαιζαν τα πέταλα που φορούσαν στα πόδια τους τα μουλάρια.
Στο κάτω μέρος του στοιχερού, που ήταν η θηλιά του σχοινιού που κατέβαινε από τη διχάλα, δενόταν ένα χοντρό σχοινί (τριχιά), στην άλλη άκρη του οποίου δένονταν τα μουλάρια ή το μουλάρι που θα αλώνιζαν και έφθαναν μέχρι την άκρη του αλωνιού. Τα άλογα τα έδεναν το ένα δίπλα στο άλλο και σε απόσταση ασφαλείας για να μην κτυπιούνται μεταξύ τους. Τα δεμάτια τα διέλυαν και τα εσκόρπιζαν σε όλη την επιφάνεια του αλωνιού. Ένα καλό αλώνι χωρούσε 150-200 δεμάτια.
Γύρω από το στοιχερό αφηνόταν ένας χώρος διαμέτρου 1-1,5 μέτρων,  για να περιφέρεται ο αγωγιάτης (η αλωνιστής), δηλαδή ο άνθρωπος που καθοδηγούσε τα ζώα στην περιφορά τους. Ο αγωγιάτης κατά το αλώνισμα «βίτσιαζε» τα ζώα, κουνώντας τη βίτσα στον αέρα και φωνάζοντας ρυθμικά, δίνοντάς τους έτσι κουράγιο και ρυθμό. Τα μουλάρια γύριζαν γύρω – γύρω από το στύλο. Το ίδιο έκανε και ο αγωγιάτης. Τα στάχια κάτω από τις καλοπεταλωμένες οπλές των μουλαριών έσπαζαν και απελευθέρωναν τον καρπό. Το ίδιο και οι καλαμιές γινόντουσαν σκόνη. Όταν
τυλίγονταν τα μουλάρια στο στοιχερό, χρειαζόταν η επέμβαση του αγωγιάτη για να αλλάξουν θέση και πορεία (αντίθετη κατεύθυνση). Με αυτόν τον τρόπο, έπαιρναν τα μουλάρια μια ανάσα και συνεχιζότανε το αλώνισμα χωρίς διακοπή.
Με το πάτημα των μουλαριών, τα σπασμένα στάχια ανακατευόντουσαν με το άχυρο και δεν ήταν δυνατόν να τριφτούν όλα και να βγει ο καρπός. Για το λόγο αυτό, κατά διαστήματα, σταματούσαν το αλώνισμα και έκαναν το γύρισμα, κυκλικά. Έβαζαν τα δεκριάνια μεταξύ του άχυρου και της επιφάνειας του αλωνιού και το γύριζαν, έτσι ώστε το άχυρο να πάει κάτω και τα στάχια πάνω. Συνήθως τα γυρίσματα του αλωνιού ήταν μέχρι τέσσερα. Το αλώνισμα τελείωνε όταν είχαν τριφτεί όλα τα στάχια και είχε βγει ο καρπός.
Τα τελευταία χρόνια (όπως και σήμερα), ορισμένοι το αλώνισμα το έκαναν με τις αλωνιστικές μηχανές που έφερναν σε σημεία επίπεδα, όπου μπορούσε να κινηθεί η μηχανή και στα οποία προηγουμένως είχαν συγκεντρώσει τα δεμάτια. Η ίδια μηχανή, συγχρόνως, μπάλιαζε και το άχυρο. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις,  όπου υπήρχε οδική πρόσβαση για μηχανή,  πήγαινε η θεριστική μηχανή στο χωράφι και η οποία θερίζοντας το σιτάρι, συγχρόνως το αλώνιζε και έμπαινε ο καρπός στα τσουβάλια και το άχυρο γινότανε μπάλες (σήμερα κατά το θερισμό με τη
μηχανή βγαίνει και το σιτάρι).
Για εμάς τα παιδιά, το αλώνισμα ήταν διασκέδαση. Με ανυπομονησία περιμέναμε πότε να βρεθούμε μέσα στο αλώνι για να γυρίσουμε τα άλογα. Πολλές φορές μάλιστα, δεν παραμέναμε στο κέντρο του αλωνιού, κοντά στο στοιχερό, όπως ο αγωγιάτης, για να βιτσιάζουμε τα άλογα, αλλά τρέχαμε και εμείς πίσω από αυτά. Επί πλέον το ευχαριστιόμαστε, γιατί  την ημέρα αυτή βρισκόμαστε για το αλώνισμα πολλοί μαζί, δηλαδή εκτός από όλη την οικογένεια, ήταν και οι ιδιοκτήτες των μουλαριών που συμμετείχαν στο αλώνισμα.
Σε κάθε αλώνι μπορούσαν να έχουν συγκεντρωθεί μέχρι και 30-40 θημωνιές.

(Δ). Λοιπές εργασίες.

(1). Το λίχνισμα. Όταν τελείωνε το αλώνισμα ακολουθούσε το λίχνισμα. Το λίχνισμα γινόταν τις απογευματινές ώρες που συνήθως αρχίζει και φυσάει ο αέρας. Με το λίχνισμα ξεκαθάριζε το σιτάρι από το άχυρο. Στο λίχνισμα στέκονταν κάθετα προς τον αέρα και με το φτυάρι πετούσαν ψηλά (1,5 μέτρα περίπου) το άχυρο και το σιτάρι. Με τον τρόπο αυτό γινότανε ο διαχωρισμός. Τον καθαρό καρπό τον έβαζαν στα τσουβάλια, ενώ αυτόν που δεν είχε καθαρίσει τον έτριβαν και τον κοσκίνιζαν με τον αρίλογο (ηρολόγος).
(2). Αποθήκευση. Τον καθαρό καρπό τον μετέφεραν και τον έριχναν στο κασόνι ή αμπάρι, βάζοντάς του φάρμακο αποστειρωτικό για να μην πιάσει «ψείρες» ή άλλα ζωύφια. Υπόψη ότι το αμπάρι ήταν ξύλινο παραλληλόγραμμο κιβώτιο μήκους 2-3 μέτρων, πλάτους 0,80-1 μέτρα και ύψους 0,60 μέτρα. Το σκέπαστρό του άνοιγε στους 50-60 πόντους περίπου.
Από τον καλλίτερο καρπό, ένα μέρος κρατούσαν για σπόρο της επόμενης χρονιάς.

(Ε). Το άχυρο.
Την παλαιότερη εποχή, η βασική τροφή των ζώων το χειμώνα, ήταν το άχυρο. Για το λόγο αυτό το μάζευαν, το συσκεύαζαν και το μετέφεραν σε αποθηκευτικούς χώρους, με τους ακόλουθους τρεις τρόπους.
(1). Με τα χαράργιαχαράρια). Άπλωναν το χαράρι στο έδαφος και το γέμιζαν με άχυρο. Στη συνέχεια θηλύκωναν τις άκρες του και το σήκωναν όρθιο. Ένας εργάτης έμπαινε μέσα στο χαράρι και άρχιζε να το πατά για να καθίσει και άλλος από έξω, με τα χέρια του ή με το δεκριάνι έριχνε μέσα και άλλο άχυρο, μέχρις ότου γεμίσει. Όταν γέμιζε, το έδεναν σταυρωτά σε κάθε άκρη για να μην χύνεται το περιεχόμενό του.
Κατά την προσωπική μου άποψη, η μεταφορά άχυρου με τα χαράρια, φορτωμένα σε ζώα, και η αποθήκευσή του στον αποθηκευτικό χώρο, ήταν μια από τις πιο απεχθείς εργασίες. Αυτό οφειλόταν στο ότι η εργασία αυτή γινόταν μέσα στο καλοκαίρι, σε υψηλές θερμοκρασίες και στο ότι το άχυρο που ήταν τόσο ψιλό, σκορπούσε εύκολα και έμπαινε στο ιδρωμένο μας σώμα κατά την μεταφορά και αποθήκευσή του. Επί πλέον κατά την μεταφορά υπήρχε κίνδυνος ανατροπής των χαραριών από το φορτωμένο ζώο λόγω του μεγάλου όγκου του. Σε μερικά σπίτια, αποθηκευτικός
χώρος για το άχυρο ήταν μέρος από το υπόγειό τους (το κατώι). Το άχυρο, σε κάποια σπίτια του χωριού, το έβαζαν στο κατώί από καταπακτή που υπήρχε μέσα στον κύριο χώρο του επάνω σπιτιού, οπότε στην περίπτωση αυτή όλο το σπίτι γέμιζε με άχυρα κατά την αποθήκευση του άχυρου.

Τα χαράρια.
Μεταφορά του άχυρου:
(1). Με τα χαράρια.
(2). Με μπάλες (το μπάλιασμα).
(3). Με τσουβάλια.
Στο χωριό μας, τα παλαιότερα χρόνια, δεν έκαναν μπάλιασμα. Σε κάποιες περιπτώσεις μόνο, όταν χρειάζονταν επί πλέον άχυρο, αγόραζαν έτοιμες μπάλες από άλλα μέρη. Το μπάλιασμα, την παλαιά εποχή, γινόταν με τη χρήση ενός κασονιού και σύρματος. Αργότερα το μπάλιασμα το έκαναν οι θεριστικές και οι αλωνιστικές μηχανές.
Μεταφορά άχυρου με τα τσουβάλια γινόταν σε σπάνιες περιπτώσεις για κοντινές αποστάσεις και για μικρές ποσότητες.

(ΣΤ).  Ο Μύλος και το άλεσμα του σιταριού.
Το σιτάρι, έπρεπε πρώτα να αλεσθεί και να γίνει αλεύρι και μετά να χρησιμοποιηθεί στην  παρασκευή του ψωμιού.
Η άλεση (το άλεσμα), δηλαδή η τελική διαδικασία με την οποία το προϊόν  (σιτάρι), ανάγεται σε σκόνη (αλεύρι), γινόταν τότε στο νερόμυλο. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούντο οι μυλόπετρες, που κινητήριο δύναμή τους είχαν το νερό που έπεφτε πάνω τους, από αρκετό μεγάλο ύψος.
Παλαιότερα σε όλες τις περιοχές υπήρχαν πολλοί νερόμυλου.

Πηγή: Γιάννης Μητρόπουλος, Αρτικαίος.